- πράττεσθαι
- πρά̱ττεσθαι , πράσσωpass throughpres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντηκοστεύομαι — Α [πεντηκοστή] 1. φορολογούμαι, επιβαρύνομαι με τον φόρο τής πεντηκοστής ή καταβάλλω τον φόρο τής πεντηκοστής 2. (για πράγμα) καταβάλλεται, πληρώνεται ο φόρος μου 3. α) (κατά τον Αρποκρ.) «τὴν πεντηκοστὴν πράττομαι» β) (κατά τον Φώτ.)… … Dictionary of Greek
αυτόφωρο — Α. χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν «είναι εν τω πράττεσθαι ή διεπράχθη προσφάτως», όταν δηλαδή γίνεται αντιληπτό κατά την εκτέλεσή του ή αργότερα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το α. έγκλημα ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και από την άποψη του… … Dictionary of Greek